Φιλανθρωπία: Επιστροφή στην ουσία
Φιλανθρωπιά είναι ο σωστός όρος στα χρόνια του μνημονίου. Γιατί το βασικό στοιχείο της φιλανθρωπίας είναι ή ανθρωπιά, που δεν περιλαμβάνεται στην έννοια του στο φιλανθρωπικό κίνημα των καναλιών της ευημερίας και της κοσμικής Αθήνας.
Η ιστορία είναι αληθινή και τα πρόσωπα πραγματικά.
Η γιαγιά Λ. παίρνει σύνταξη 500 ευρώ μαζί με την επικουρική. Παίρνει κι άλλα 300 ευρώ σύνταξη από τον μακαρίτη τον άνδρα της. Ζει στο ισόγειο ενός διώροφου του ΄60 στο Περιστέρι και πληρώνει αντισεισμικό δάνειο κα δάνειο εργατικής κατοικιας. Στον δεύτερο όροφο παλαιότερα έμενε η κόρη της.
Τέσσερα χρόνια τώρα που έχει εκείνη μετακομίσει σε καινούριο σπίτι, η γιαγιά το ΄χει νοικιάσει σε μια οικογένεια με δυο ενήλικα παιδιά. Εδώ και δύο χρόνια οι νοικάρηδες βιώνουν την αγριότητα της νέας καθημερινότητας που ζουν πλείστες οικογένειες. Όλοι τους είναι άνεργοι. Με τίποτα δουλειές του ποκαριού προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα.
Τις προάλλες η γιαγιά γύρισε από το χωριό, όπου έχει ένα μικρό σπιτάκι με ένα λιλιπούτειο μποστάνι κι ένα μικρό κήπο όπου εκτρέφει 4-5 κουνέλια, καμιά δεκαριά κότες και τρεις φραγκόκοτες. Ψιλοπράγματα δηλαδή. Ο,τι βγάζει η γη της τα φορτώνει στο αμάξι και τα φέρνει στην Αθήνα και τα μοιράζει δεξιά-αριστερά, στη κόρη και στον γιο, στα ανίψια και στις αδελφές της. Κρατάει και κάτι για τον εαυτό της.
Προχθές είπε να φτιάξει μισό κουνέλι που είχε στον καταψύκτη , ε, και καμιά μακαρονάδα μαζί, για να φωνάξει και την αδελφή της από παραδίπλα έτσι για να μην φάει μονάχη. Έσταξε και λίγο κανέλλα, έριξε κι ένα-δυο αγκαθάκια γαρύφαλλο, έριξε και φρέσκια ντοματούλα από το χωριό.
«Κι ήλθε και μέλωσε η σαλτσούλα, βρε παιδί μου και ξεχύθηκε μια ευωδιά λιγωτική σαν Κυριακής μεσημέρι. Γέμισε όλο το σπίτι και ανέβηκε στον διάδρομο , να τρυπήσει μέχρι το ταβάνι του δευτέρου. Και τότε βρε παιδί μου ξέρεις τι μ’ έπιασε ; Μια ενοχήηηη! Να σκάσω από την στενοχώρια. Εγώ να τρώω κι οι άλλοι επάνω να μην έχουν ούτε τα αναγκαία ;
Μαύρισε η ψυχή μου, παιδάκι μου. Ντράπηκα . Το βαλα σε μια πιατέλα, έφτιαξα γρήγορα-γρήγορα και τη συνοδευτική μακαρονάδα, πήρα κι ένα μπουκάλι κρασί από την αποθήκη και τους χτύπησα την πόρτα. Είχα στρώσει για την αδελφή μου, αλλά δεν μπόρεσε τελικά να έλθει και που να τα φάω μονάχη μου όλα τούτα.
Με έπιασε κι ένα ς πόνος ξαφνικά στο στομάχι… είπα κάτι δικαιολογίες. Τους τα άφησα πριν προλάβουν να μου πουν περισσότερες κουβέντες από ένα ξαφνιασμένο ευχαριστώ και κατέβηκα γρήγορα-γρήγορα κάτω κι έφαγα μια φέτα ψωμί με λίγες ελίτσες».
Εγώ πάλι τι έπαθα… Θυμήθηκα τους τηλεμαραθώνιους φιλανθρωπίας που διοργάνωναν παλαιότερα τα μεγάλα κανάλια για ανθρώπινες δυστυχίες μακριά από μας. Κάτι γιορτές γκροτέσκο με την ματαιόδοξη παρέλαση όλων των
εγχώριων σταρ και των εκπροσώπων του ελληνικού τζετ σετ μέσα σε φράκα και λαμπερές τουαλέτες, να χορεύει, να τραγουδά τα σουξέ του αρχοντοχωριάτικου συρμού και η πάντα ξανθιά απαστράπτουσα τηλέ-σταρ να χαριεντίζεται, βροντοαναγγέλλοντας εν είδη πλειστηριασμού λύπησης τις προσφορές των επώνυμων.
Κι εμείς από το σπίτι και τον ασφαλή καναπέ μας να δακρύζουμε για τα βάσανα του κόσμου και να προσφέρουμε τον οβολό μας για να πούμε την επομένη ότι κι εμείς συμβάλλαμε σαν τους διασήμους από το πλεόνασμά μας στέλνοντας sms.
«Ευτυχώς» που τώρα η κρίση έκρουσε την δική μας πόρτα κι αυτές οι υψηλού, επιδειξιομανείς προσφορές περίσσεψαν πια. Χάθηκαν στης αποκοτιάς μας το παρελθόν. Άσε που πια δεν υπάρχουν περιθώρια για προσφορές από πλεόνασμα. «Ευτυχώς» δηλαδή για την φιλανθρωπία, γιατί βρήκε έτσι τις αληθινές της ανθρώπινες διαστάσεις. Όπως στο παράδειγμα της γιαγιάς Λ.