Πριν από λίγες εβδομάδες σε συζήτηση στη Βουλή κατέθεσα στοιχεία για τα καρτέλ και για τις υψηλές τιμές στην Ελλάδα λόγω των εναρμονισμένων πρακτικών των εταιρειών που εισάγουν αλλά και των βιομηχανιών που παράγουν βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ο Υφυπουργός Ανάπτυξης μου απάντησε στις 22 Νοεμβρίου, περίπου ότι «αυτά τα λέτε εσείς», αλλά χρειάζεται και αλλαγή κουλτούρας του χονδρέμπορου.
Σήμερα καταθέτω αναφορά-δημοσίευμα με τον παραπάνω τίτλο που στηρίζεται στα στοιχεία της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ελπίζω να μην διαψεύσει και τα στοιχεία Τράπεζας της Ελλάδος αλλά να προχωρήσει στις απαραίτητες Κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Το πλήρες κείμενο της Αναφοράς - η οποία κατατέθηκε με βάση το συγκεκριμένο δημοσίευμα - είναι το παρακάτω:
«Ενώ η οικονομική κρίση, η μεγάλη ανεργία και οι αλλεπάλληλες περικοπές μισθών-συντάξεων περιορίζουν τα διαθέσιμα εισοδήματα, τα ελληνικά νοικοκυριά υφίστανται μία ακόμη «αφαίμαξη», πληρώνοντας πολύ ακριβά τα βασικά καταναλωτικά είδη. Αιτία η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού και η λειτουργία άτυπων καρτέλ σε όλο το φάσμα διακίνησης-εμπορίας καταναλωτικών αγαθών. Ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις λυμαίνονται την αγορά και αποκομίζουν κρυφά ή φανερά υπερκέρδη, ακολουθώντας εναρμονισμένες πολιτικές τιμών.
Τη «μεγάλη ληστεία» σε βάρος των καταναλωτών επιβεβαιώνει τώρα και η Τράπεζα της Ελλάδος, αφήνοντας έκθετη την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο Υπουργό Ανάπτυξης και την κυβέρνηση.
Στην έκθεσή της η ΤτΕ καταγράφει τις βασικές αιτίες για τη διατήρηση αδικαιολόγητα υψηλών τιμών σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης κι ενώ –τουλάχιστον το εργασιακό - κόστος των επιχειρήσεων έχει μειωθεί σημαντικά. Επισημαίνει αθέμιτες συμπράξεις (δημιουργία καρτέλ διαμόρφωσης των τιμών), κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών, καταλογίζοντας ευθύνες κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε κλάδο.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων που προβάλλονται συνήθως ως «άλλοθι» από τον επιχειρηματικό κόσμο, έχουν πολύ μικρότερη επίδραση στη διατήρηση υψηλών τιμών.
Περίπου 1,2 δισ. ευρώ είναι η ετήσια συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών από τη δράση των καρτέλ, που συγκροτούνται κυρίως από εταιρίες σουπερμάρκετ και μεγάλους εισαγωγείς-χονδρεμπόρους. Το ποσό είναι ιλιγγιώδες - μεγαλύτερο από τους συνολικούς φόρους που πληρώνουν 4 εκατομμύρια οικογένειες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Η κυβέρνηση θέλει να σπάσει τα κυκλώματα, αλλά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν αποδειχθεί μέχρι τώρα αναποτελεσματικοί.
Στα σουπερμάρκετ της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων οι τιμές των τροφίμων είναι από 7% έως και 30% ψηλότερες απ' ότι στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ υψηλότεροι. Ανάλογες διαφορές τιμών παρατηρούνται ακόμη και σε νωπά φρούτα-λαχανικά ελληνικής παραγωγής, τα οποία πωλούνται φθηνότερα στο Μόναχο απ' ότι στη… λαϊκή της Καλλιθέας ή στα μανάβικα της Κυψέλης.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το επίπεδο των τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα ήταν πέρυσι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε στα τρόφιμα, την ένδυση-υπόδηση, τα ηλεκτρονικά και τις επικοινωνίες. Αν δε ληφθούν υπόψη και τα πραγματικά εισοδήματα, η απόκλιση μεγαλώνει και η Ελλάδα γίνεται μία από τις τρις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης, όσον αφορά τα αγαθά ευρείας κατανάλωσης.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, το Δίκτυο Αρχών Ανταγωνισμού (European Competition Network) της Ε.Ε έχει διαπιστώσει στην Ελλάδα πάμπολλες παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού, λειτουργία καρτέλ κλπ, στους κλάδους γαλακτοκομικών, αλεύρων, κρέατος, πουλερικών, νωπών και κατεψυγμένων λαχανικών, μπίρας, στιγμιαίου καφέ, αναψυκτικών. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ και δίκτυα διανομής συνεννοούνται και «ευθυγραμμίζουν» τις τιμές σε μεγάλη γκάμα προϊόντων.
Τέλος η ΤτΕ επισημαίνει, ότι καθώς το κόστος εργασίας μειώνεται σταδιακά (κατά 1,1% το 2010 και 3,5% πέρυσι, ενώ φέτος πέφτει περαιτέρω κατά 10,4% ), η διατήρηση υψηλών τιμών οδηγεί σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους πολλών επιχειρήσεων. Έτσι, παρά την κάμψη των πωλήσεων τους κατορθώνουν να διατηρούν – ή και να αυξάνουν – την κερδοφορία τους».