Ένα χρόνο μετά την είδηση-βόμβα για τη δράση μίας ομάδας νεοναζιστών εξτρεμιστών, οι οποίοι έστειλαν στο θάνατο, μεταξύ άλλων, και έναν έλληνα μετανάστη, νέα στοιχεία που προκαλούν σοκ αλλά και ποικίλα ερωτηματικά για το ρόλο των γερμανικών αρχών έρχονται στην επιφάνεια.
Η άκρη του νήματος βρέθηκε πριν από ένα χρόνο, στις 4 Νοεμβρίου του 2011, μετά από ληστεία στο Άιζεναχ της Γερμανίας, με πρωταγωνιστές δύο ληστές οι οποίοι διέφυγαν παίρνοντας λεία 70 χιλ. ευρώ.
Δύο ώρες αργότερα, αστυνομικοί πλησίασαν ένα ύποπτο τροχόσπιτο το οποίο τυλίχτηκε στις φλόγες. Μετά την κατάσβεση της φωτιάς, ανακάλυψαν στο εσωτερικό του τα νεκρά σώματα δύο αντρών: του Ούβε Μούντλος και του Ούβε Μπένχαρτ, γνωστών για την παράνομη δράση τους νεοναζί κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Είχαν αυτοπυροβοληθεί αφού πρώτα είχαν βάλει φωτιά στο όχημα.
Τότε κανείς δεν υποψιαζόταν την έκταση και τις διαστάσεις της υπόθεσης, αναφέρει η Deutsche Welle.
Η αστυνομία περισυνέλεξε μεγάλο αριθμό όπλων, ένα εκ των οποίων αποδείχθηκε ότι ήταν το πιστόλι που είχε χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία της αστυνομικού Μικέλε Κιζβέτερ στο Χάιλμπρον το 2007.
Τα πράγματα, όμως, επρόκειτο να γίνουν ακόμη πιο πολύπλοκα, όταν το ίδιο απόγευμα οικία τυλίχτηκε στις φλόγες έπειτα από έκρηξη στο Τσβίκαου. Ήταν το σπίτι στο οποίο οι δύο νεοναζί συγκατοικούσαν μαζί με μία γυναίκα, την Μπεάτε Τσέπε.
Ανάμεσα στα συντρίμμια, οι αρχές βρήκαν ένα μακάβριο βίντεο, στο οποίο η ομάδα επαιρόταν για τους φόνους μίσους που είχε διαπράξει από τον Σεπτέμβριο του 2000.
Υποστήριζαν ότι είχαν δολοφονήσει όχι μόνο την αστυνομικό, αλλά και άλλους εννέα αλλοδαπούς άντρες.
Το συγκεκριμένο βίντεο έμελλε να αποτελέσει το κλειδί για τη διαλεύκανση μιας σειράς από δολοφονίες που προβλημάτιζαν την αστυνομία για χρόνια: οκτώ Τούρκων και ενός Έλληνα, του Θεόδωρου Βουλγαρίδη.
Οι εγκληματίες ήταν όλοι μέλη της προαναφερθείσας νεοναζιστικής οργάνωσης με την ονομασία NSU (Εθνικοσοσιαλιστικό αντεργκράουντ).
Μέχρι τότε, οι αρχές θεωρούσαν ότι οι φόνοι συνδέονταν με την τουρκική μαφία. Το βίντεο όμως αποδείκνυε ότι κίνητρό τους ήταν η ξενοφοβία και το μίσος.
Έντεκα χρόνια μετά τον πρώτο φόνο της νεοναζιστικής ομάδας, η Γερμανική κοινωνία τρομοκρατήθηκε όταν άκουσε την είδηση πως μία παρέα τριών νεοναζί εγκληματιών λυμαινόταν τη χώρα, ληστεύοντας τράπεζες και σκοτώνοντας τουλάχιστον δέκα άτομα.
Το σοκ για το κοινό ήταν ακόμη μεγαλύτερο όταν έγινε γνωστό ότι οι φόνοι θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί: η Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών ήξερε τα πάντα για τη δράση των τριών εξτρεμιστών ήδη από τη δεκαετία του 1990, χάνοντας όμως στη συνέχεια τα ίχνη τους.
Μήνες τώρα, κοινοβουλευτικές επιτροπές ερευνούν αυτή την αποτυχία των υπηρεσιών ασφαλείας, ενώ σχετικά πρόσφατα έγινε γνωστό ότι σημαντικοί φάκελοι των υπηρεσιών σχετικά με τη δράση της ομάδας είχαν καταστραφεί εν αγνοία του επί χρόνια επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος, Χάινζ Φρομ, ο οποίος γι' αυτό το λόγο παραιτήθηκε.
Με την υπόθεση ασχολήθηκε ακόμη και η καγκελάριος Μέρκελ η οποία υποσχέθηκε στις οικογένειες των θυμάτων ότι η υπόθεση θα διαλευκανθεί πλήρως.
Μέχρι σήμερα, όμως, πολλές πτυχές της παραμένουν σκοτεινές, καθώς αγγίζουν και το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το οποίο αποτελεί την πολιτική – ανοικτά ακροδεξιά –πτέρυγα του βίαιου νεοναζιστικού κινήματος.
Η άκρη του νήματος βρέθηκε πριν από ένα χρόνο, στις 4 Νοεμβρίου του 2011, μετά από ληστεία στο Άιζεναχ της Γερμανίας, με πρωταγωνιστές δύο ληστές οι οποίοι διέφυγαν παίρνοντας λεία 70 χιλ. ευρώ.
Δύο ώρες αργότερα, αστυνομικοί πλησίασαν ένα ύποπτο τροχόσπιτο το οποίο τυλίχτηκε στις φλόγες. Μετά την κατάσβεση της φωτιάς, ανακάλυψαν στο εσωτερικό του τα νεκρά σώματα δύο αντρών: του Ούβε Μούντλος και του Ούβε Μπένχαρτ, γνωστών για την παράνομη δράση τους νεοναζί κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Είχαν αυτοπυροβοληθεί αφού πρώτα είχαν βάλει φωτιά στο όχημα.
Τότε κανείς δεν υποψιαζόταν την έκταση και τις διαστάσεις της υπόθεσης, αναφέρει η Deutsche Welle.
Η αστυνομία περισυνέλεξε μεγάλο αριθμό όπλων, ένα εκ των οποίων αποδείχθηκε ότι ήταν το πιστόλι που είχε χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία της αστυνομικού Μικέλε Κιζβέτερ στο Χάιλμπρον το 2007.
Τα πράγματα, όμως, επρόκειτο να γίνουν ακόμη πιο πολύπλοκα, όταν το ίδιο απόγευμα οικία τυλίχτηκε στις φλόγες έπειτα από έκρηξη στο Τσβίκαου. Ήταν το σπίτι στο οποίο οι δύο νεοναζί συγκατοικούσαν μαζί με μία γυναίκα, την Μπεάτε Τσέπε.
Ανάμεσα στα συντρίμμια, οι αρχές βρήκαν ένα μακάβριο βίντεο, στο οποίο η ομάδα επαιρόταν για τους φόνους μίσους που είχε διαπράξει από τον Σεπτέμβριο του 2000.
Υποστήριζαν ότι είχαν δολοφονήσει όχι μόνο την αστυνομικό, αλλά και άλλους εννέα αλλοδαπούς άντρες.
Το συγκεκριμένο βίντεο έμελλε να αποτελέσει το κλειδί για τη διαλεύκανση μιας σειράς από δολοφονίες που προβλημάτιζαν την αστυνομία για χρόνια: οκτώ Τούρκων και ενός Έλληνα, του Θεόδωρου Βουλγαρίδη.
Οι εγκληματίες ήταν όλοι μέλη της προαναφερθείσας νεοναζιστικής οργάνωσης με την ονομασία NSU (Εθνικοσοσιαλιστικό αντεργκράουντ).
Μέχρι τότε, οι αρχές θεωρούσαν ότι οι φόνοι συνδέονταν με την τουρκική μαφία. Το βίντεο όμως αποδείκνυε ότι κίνητρό τους ήταν η ξενοφοβία και το μίσος.
Έντεκα χρόνια μετά τον πρώτο φόνο της νεοναζιστικής ομάδας, η Γερμανική κοινωνία τρομοκρατήθηκε όταν άκουσε την είδηση πως μία παρέα τριών νεοναζί εγκληματιών λυμαινόταν τη χώρα, ληστεύοντας τράπεζες και σκοτώνοντας τουλάχιστον δέκα άτομα.
Το σοκ για το κοινό ήταν ακόμη μεγαλύτερο όταν έγινε γνωστό ότι οι φόνοι θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί: η Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών ήξερε τα πάντα για τη δράση των τριών εξτρεμιστών ήδη από τη δεκαετία του 1990, χάνοντας όμως στη συνέχεια τα ίχνη τους.
Μήνες τώρα, κοινοβουλευτικές επιτροπές ερευνούν αυτή την αποτυχία των υπηρεσιών ασφαλείας, ενώ σχετικά πρόσφατα έγινε γνωστό ότι σημαντικοί φάκελοι των υπηρεσιών σχετικά με τη δράση της ομάδας είχαν καταστραφεί εν αγνοία του επί χρόνια επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος, Χάινζ Φρομ, ο οποίος γι' αυτό το λόγο παραιτήθηκε.
Με την υπόθεση ασχολήθηκε ακόμη και η καγκελάριος Μέρκελ η οποία υποσχέθηκε στις οικογένειες των θυμάτων ότι η υπόθεση θα διαλευκανθεί πλήρως.
Μέχρι σήμερα, όμως, πολλές πτυχές της παραμένουν σκοτεινές, καθώς αγγίζουν και το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το οποίο αποτελεί την πολιτική – ανοικτά ακροδεξιά –πτέρυγα του βίαιου νεοναζιστικού κινήματος.