του Σταύρου Χριστακόπουλου
Ένα ακόμη ταξίδι του Γιώργου Παπανδρέου στας Ευρώπας δίχως νόημα. Στην προσπάθειά του να δείξει ότι συμμετέχει έστω και ελάχιστα στη διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας πήρε τις ευρωπαϊκές ρούγες.
Μη έχοντας κάτι να διεκδικήσει, είπε τουλάχιστον κάτι να προσφέρει σε ένδειξη καλής θελήσεως στους τοκογλύφους: τους Έλληνες: «Χρειάζονται ριζοσπαστικές αλλαγές και ο ελληνικός λαός θέλει αυτές τις αλλαγές όσο επώδυνες κι αν είναι».
Με αυτά τα λόγια απευθύνθηκε στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χέρμαν Βαν Ρομπάι επιχειρώντας να πείσει πως έχει τη συναίνεση του ελληνικού λαού στην ιλιγγιώδη πορεία της χώρας προς την πτώχευση. Ευρισκόμενος σε απόλυτο κενό πολιτικής, ο πρωθυπουργός συμπεριφέρεται πλέον σαν να έχει πλήρως αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα. Είναι άλλωστε εκπληκτική η στιγμή που επιλέγει να κάνει αυτή την απίστευτη δήλωση:
● Όταν ο υπουργός του επί των Οικονομικών μέρα παρά μέρα πυροβολεί την ελληνικής κοινωνία με «μέτρα» και κάνει την κυβέρνηση να προσομοιάζει όλο και περισσότερο με εταιρεία οικονομικών δολοφόνων.
● Όταν ο συνεπής μισθωτός φορολογούμενος ετοιμάζεται να ζήσει έναν ακόμη εφιάλτη δραματικής περικοπής μισθών μέσω της καταιγίδας των νέων φορολογικών μέτρων Βενιζέλου, της παρακράτησης των «έκτακτων» χαρατσιών από τον μισθό του.
● Όταν η διαφθορά παραμένει προκλητικά ατιμώρητη – και συχνά επιβραβεύεται.
● Όταν η «μεταρρύθμιση» στο αποσυντιθέμενο Δημόσιο παραπέμπει στις «ηρωικές» μέρες των αλήστου μνήμης «πρασινοφρουρών», την εποχή που η πρόσβαση σε δημόσια θέση απαιτούσε ως διαβατήριο το πιστοποιητικό πασοκικών φρονημάτων.
● Όταν η κοινωνία, σχεδόν στο σύνολό της καθυβριζόμενη ως διεφθαρμένη από αυτόν ακριβώς τον πρωθυπουργό και τους υφισταμένους του, βρίσκεται μεταξύ σοκ, εξαθλίωσης και οργής.
● Όταν οι άστεγοι πληθύνονται και η πείνα εμφανίζεται πλάι στην απελπισία στο κέντρο της Αθήνας παραπέμποντας ευθέως πια στην περίοδο της (πρώτης) γερμανικής κατοχής.
● Όταν ακόμη και οι πέτρες έχουν ξεσηκωθεί εναντίον της κυβερνητικής και της «τροϊκανής» βαρβαρότητας.
● Όταν ένα μπαράζ καταλήψεων υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών και ένα τεράστιο απεργιακό κύμα σαρώνουν κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας εξ αιτίας της ύφεσης και της φοροληστείας.
● Όταν το κόμμα του βρίσκεται στα πρόθυρα της εξέγερσης απειλούμενο από την προοπτική της εκλογικής συντριβής και της διάλυσης.
Αυτήν ακριβώς την ώρα, που η απόγνωση και ο θυμός για την εγκληματική αδικία συσσωρεύονται και η χώρα βρίσκεται στο τελευταίο βήμα πριν από τον γκρεμό, ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρεί ότι «ο ελληνικός λαός θέλει αυτές τις αλλαγές όσο επώδυνες κι αν είναι».
Τι «ξέρει»...
Η εξ αρχής προδιαγεγραμμένη πορεία προς την κοινωνική καταστροφή συνεχίζεται επιταχυνόμενη. Όμως ο πρωθυπουργός, παρότι ακόμη μια φορά άλλοι αποφασίζουν τη μοίρα αυτού του τόπου, δείχνει να μην τον αφορά τίποτε απ’ όλα αυτά. Δείχνει ήρεμος και αποφασισμένος να ολοκληρώσει το «έργο» του. Ίσως κάτι ξέρει.
● Ίσως ξέρει, για παράδειγμα, ότι η πρόκληση Βενιζέλου προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ («Αν πιστεύετε πως η κυβέρνηση είναι ανίκανη και δεν έχει ηθικό υπόβαθρο, ρίξτε την») θα μείνει ακόμη μια φορά αναπάντητη. Όπως και όλες τις προηγούμενες φορές.
● Ίσως ξέρει ότι, εδώ που έφτασε, με τον τρόπο που έφτασε, δεν θα του επιτραπεί να αλλάξει ούτε μια πινελιά από τις προειλημμένες αποφάσεις της μοναδικής κυρίαρχου της Ευρώπης: της Γερμανίας, η οποία οικοδομεί με ψυχρή συνέπεια και προσήλωση το Τέταρτο Ράιχ εξαθλιώνοντας σήμερα αυτούς που απομυζούσε μέχρι χθες, χτίζοντας εις βάρος τους την παντοδυναμία της.
● Ίσως ξέρει ότι – ύστερα από την πτώχευση, όπως και αν την ονομάσουν οι «αγορές» και τα πολιτικά και άλλα λαμόγια τους – δεν μπορεί να κάνει τίποτε πια για να αλλάξει την πολιτική του μοίρα.
● Ίσως ξέρει ότι η κοινωνία, παρά τον θυμό και την οργή της, δεν έδειξε ακόμη πως είναι σε θέση να ξεπεράσει το «εγώ» και να βρεθεί στο «εμείς». Για την ακρίβεια, στο «Ή εμείς ή αυτοί».
● Ίσως ξέρει ότι ο «κοινωνικός αυτοματισμός», τον οποίο με τόση επιμέλεια προώθησαν ο ίδιος, η κυβέρνησή του και τα μιντιακά καρακόλια, είναι ήδη κυρίαρχος: η μισή κοινωνία στρέφεται εναντίον της άλλης μισής, ενίοτε με πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ όση στρέφονται όλοι μαζί εναντίον του.
● Ίσως ξέρει ότι, πέρα από φωνές και διαμαρτυρίες χωρίς πολιτική προοπτική, όσο οργισμένες κι αν είναι αυτές οι φωνές, δεν έχει αντιπολίτευση με αγωνία, σχέδιο και όραμα για τη χώρα. Τουλάχιστον όχι τέτοια που να τον κάνει να πετάγεται στον ύπνο του.
● Ίσως ξέρει ότι στο τέλος, παρά τα όσα εδώ και δύο χρόνια συμβαίνουν, θα φύγει από την εξουσία αλώβητος και όρθιος. Σχεδόν ατσαλάκωτος. Με δόξα και τιμή...
Μια και είναι Οκτώβριος
Όπως άλλωστε έχει δείξει η Ιστορία αυτού του τόπου – μέρος της οποίας έχει σημαδευτεί ανεξίτηλα, μεταξύ άλλων πολιτικών δυναστειών, από τρεις γενιές Παπανδρέου – από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, συμβαίνει συχνά οι «παπατζήδες» να βαφτίζονται ύστερα από κάποια χρόνια μέγιστοι δημοκράτες, συμβαίνει συχνά οι αποστάτες να ανταμείβονται εν ζωή, συμβαίνει συχνά οι κοπανατζήδες να επιστρέφουν σαν «εθνάρχες».
Όμως αυτά δεν είναι Ιστορία, αλλά πολιτική. Και η πολιτική είναι μια πόρνη: όποιος πληρώνει περισσότερα – όχι κατ' ανάγκην με χρήμα – μπορεί να κερδίσει τις υπηρεσίες της.
Αυτό, ωστόσο, που μάλλον αγνοεί, ηθελημένα ή αθέλητα, ο πρωθυπουργός μας – και σίγουρα δεν συνυπολογίζει η κυβέρνησή του – είναι ότι, κάθε φορά που αυτός ο αιωνίως υβριζόμενος και συκοφαντούμενος λαός απέκτησε μια φωνή, μια ψυχή, έναν πόθο, μια ανάγκη, ένα όραμα, κάθε φορά που βρήκε λόγο και κίνητρο να πει το μεγάλο «όχι», έσυρε ακόμη και φασίστες δικτάτορες να πουν το ίδιο «όχι» ακόμη και στους ομοϊδεάτες τους.
Μια και είναι Οκτώβριος, η μνήμη σε λίγες μέρες θα επανέλθει – με το ερώτημα πόσοι και ποιοι από τους σημερινούς ενοίκους των εδράνων της Βουλής και των υπουργικών θώκων, πόσοι από τους αντιπροσώπους και κυβερνήτες της χώρας, θα τολμήσουν να γιορτάσουν το «όχι» του 1940 μαζί με όσους τους έστειλαν όπου σήμερα βρίσκονται.
Τέλος, ίσως ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να γνωρίζουν ότι συχνά οι πραγματικοί ήρωες του ελληνικού έθνους – αυτοί που υπερέβησαν κάθε πολιτικό στεγανό, αυτοί που κέρδισαν την εθνική αναγνώριση, αυτοί που γράφτηκαν όχι μόνο στο συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά και στην Ιστορία – συχνά λοιδορήθηκαν, συχνά εγκαταλείφθηκαν, συχνά αποκηρύχθηκαν ακόμη κι από εκείνους που όφειλαν πρώτοι να τους τιμούν.
Όμως τίποτε από αυτά δεν εμπόδισε την Ιστορία να τους κρατήσει στην αγκαλιά της και να τους υψώσει πάνω από τη μικρόνοια.
Αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουν οι κύριοι που σήμερα μας κυβερνούν είναι ότι η πολιτική απάτη, η συνειδητή ή ασυνείδητη εθελοδουλία και το χρυσοπληρωμένο «επικοινωνιακό» περιτύλιγμα δεν αρκούν.
Θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Ιστορία αγαπά και περιθάλπει αυτούς που θυσιάζονται για τα μεγάλα «Όχι». Αυτούς που αισθάνονται και βιώνουν – ακόμη κι αν δεν κατανοούν – τι θα πει πατρίδα. Για τους υπόλοιπους, αυτούς που έμαθαν να ζουν γονατιστοί, υπάρχει η λήθη. Ενίοτε και ο – πολιτικός και ιστορικός – Καιάδας...