Καθώς τα γεγονότα με χειμαρρώδη ορμή κατακλύζουν την ελληνική κοινωνία και οι αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας... οδηγούν τη χώρα σε νέες περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες, η επέτειος της 28ηςΟκτωβρίου αναμοχλεύει μνήμες και αναπτύσσει σκέψεις…
Και βλέπω την Ελλάδα του έπους του ’40 σαν ένα γιγάντιο βράχο, που αναζητώντας τη μοναξιά υψώνεται προς τον ουρανό της δόξας, απτόητος από τον κατακλυσμιαίο χειμώνα της ιστορίας. Κάτω, στους πρόποδές του, απλώνεται η κοιλάδα των γόων της ανθρωπότητας που χειμάζεται. Επάνω στις ασυμφιλίωτες με τη μοίρα κορυφές, ξενοδοχείται η αδάμαστη ψυχή του έθνους. Εδώ επάνω, στης ιστορίας το αγνάντεμα, γίνεται ο θάνατος σπόρος ζωής, ζωής και λευτεριάς. Εδώ επάνω, στα τραχιά βουνά του ελληνικού ήθους συνάντησαν και έπληξαν τον επιδρομέα παράδοση αιώνων και ελευθερία γενεών. Η οργή των νεκρών και των πεθαμένων η μνήμη, βάτος φλεγόμενη, αλλά και καιγόμενη.
Το σίσυφο λαό μας, ποιμένα της επικής του πορείας, συνέχει το δέος μήπως έμειναν αφύλακτες οι πύλες της οικουμένης και το χρέος να φράξει το δρόμο της φασιστικής ύβρης. Με το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα ξαναδίνει στην ανθρωπότητα τον «ιστορικό της ρυθμό» και τη γλυκιά προσδοκία της νίκης. Έτσι, τα ευγενή ιδανικά της ελεύθερης ανθρωπότητας βρίσκουν πάλι την τιμητική του προφυλακή στα αιματοβαμμένα βουνά της Ηπείρου και την Ελλάδα να ιερουργεί στο βωμό της θυσίας. Ολόκληρος ο Ελληνισμός οφείλει να αναπολεί και να βιώνει τις άφθαρτες στιγμές των αγώνων του ’40. Να ανεβαίνει σε εκείνες τις απρόσιτες κορυφές της Πίνδου και να θεάται πίσω όλο το ιστορικό του παρελθόν από τα πανάρχαια βάθη του, το βυζαντινό κλέος του έως τις σύγχρονες – γεμάτες οδύνη και οιμωγή – ώρες του σπαραγμού του. Έτσι βεβαιώνει την ιστορική του ύπαρξη και κραταιώνει την εθνική του αυτοσυνειδησία, συνειδητοποιεί εκείνες τις δυνάμεις που μέσα στη μακραίωνη ιστορική μας πορεία και τους κατακλυσμούς της, μας βοήθησαν ώστε και οι ίδιοι να μην απολεσθούμε ως λαός.
Η ψυχή της Ελλάδας, μαγεμένη από τα αθάνατα λόγια του αρχαίου σκηνικού: «θνήσκειν μη λέγε τους αγαθούς», ξαναζωντανεύει το πατρογονικό της Ήθος, φτερωμένη από την αχόρταγη πείνα της ελευθερίας αγωνίζεται μέσα στο σκότος της κοσμικής νύχτας και οραματίζεται το γλυκύ έαρ της νίκης. Όλα αυτά δεν τα υπολόγισαν «κείνοι που έπραξαν το κακό», θα πει ο Ελύτης. Τούτο το Ήθος, δηλαδή το πνεύμα της ελληνικής Αρετής με το τριλαμπές του φως: της ελευθερίας, της πατριδολατρίας και της δικαιοσύνης κανοναρχούσε τη μεγάλη εποποιία και συνέθετε την αθάνατη ραψωδία του ’40.
Η Αρετή ως ανδρεία διαποτίζει τη σύνολη ελληνική ιστορία, όχι βέβαια με την έννοια της τυφλής ορμής για πόλεμο, αλλά με την ανθρωπινότερη σημασία του χρέους για άμυνα. Το βαθύτερο οντολογικό νόημα της αρετής στον Πλάτωνα πρέπει να αναζητηθεί στον αγώνα για την υπεράσπιση της ζωής, στη μάχη για δημιουργία, στον πόθο για νίκη. Ο πόθος αυτός πηγάζει από τις πιο μύχιες δυνάμεις του ανθρώπου, από το μυστικό βάθος του όντος, όχι για βιολογική επιβίωση, παρά για ηθική ύπαρξη και πνευματική και πολιτική ελευθερία. Η διατήρηση της εθνικής ελευθερίας οδηγεί τους Έλληνες στη θυσία. Αυτός ο αγώνας για τη «νίκη ή τη θανή» είναι συνειδητός, αναλαμβάνεται εν επιγνώσει, έρχεται ως συνέπεια ψύχραιμης και συνετής απόφασης. Τούτο αποτελεί την πεμπτουσία της αρετής των Ελλήνων, η οποία εκπορεύεται από τη συνείδηση της ισογονίας και ισονομίας, την πνευματική αυτονομία, την εσωτερική ανεξαρτησία, την ψυχική ρώμη και ηθική αυτοτέλεια. Με μια φράση από τη συναίσθηση της αξίας του Ανθρώπου και από την αγάπη προς την πατρίδα, τη δίκαιη και φιλόστοργη πολιτεία.
Το μεγαλείο της πολεμικής αρετής των Ελλήνων θα κορυφωθεί στο έπος του 1940-41. Η σύγχρονη Ελλάδα έτσι, δείχνει ότι καμιά δύναμη δεν είναι ακαταμάχητη, αλλά «παν πλήθος και πας πλούτος αρετή υπείκει». Το ρήμα τούτο του Πλάτωνος ερμηνεύει πλήρως τη βαθύτερη ουσία του ήθους του ’40. Αντιτάχθηκαν εδώ δύο διαφορετικά μεγέθη: Η ποσότητα με την ποσότητα, η αριθμητική δύναμη με την ψυχική ρώμη, ο όγκος και η βία με την άχραντη ιδέα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, η κατακτητική μανία με τον πόνο της γενέθλιας γης.
Η θυσία, βέβαια, του ’40 δεν βρήκε καμιά ποτέ ανταπόδοση, πράγμα που οδηγεί την τραυματισμένη από την αδικία συνείδηση σε εξέγερση. Σ’ αυτό το ξεγέλασμα των ελπίδων μας βοήθησε ο εσωτερικός σπαραγμός που ακολούθησε. Οι ανίκανες πολιτικές ηγεσίες που οδήγησαν σήμερα την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού και στη συρρίκνωση της εθνικής αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας.
Απροσμέτρητη συμφορά. Και απροσμέτρητη η ευθύνη όσων βάλθηκαν να ανασκολοπίσουν το πανάχραντο σώμα της πατρίδας. Η δόξα εκβάλλει στο αίμα. Το εγκώμιο γίνεται θρήνος. Πικρή και σκληρή είναι κάποτε η γεύση, η οιμωγή της ιστορίας. Διδάσκει, όμως, να κοιτάζουμε κατά πρόσωπο την πιθανή συμφορά. Αυτό είναι ένας παράγων σωτηρίας, διότι απολακτίζει την απερισκεψία και την ηθικοπολιτική ανευθυνότητα. Και οδηγεί το έθνος στη σύμπνοια και τη σύννοια.
Μικρό δείγμα μεγάλης εθνικής φρόνησης και σύννοιας είναι ο μνημόσυνος εορτασμός του ’40, ημέρας ζωής των πεσόντων για την πατρίδα Νεκρών και Τιμής των ζώντων ακόμη Μαχητών των αγώνων του έθνους…
Και βλέπω την Ελλάδα του έπους του ’40 σαν ένα γιγάντιο βράχο, που αναζητώντας τη μοναξιά υψώνεται προς τον ουρανό της δόξας, απτόητος από τον κατακλυσμιαίο χειμώνα της ιστορίας. Κάτω, στους πρόποδές του, απλώνεται η κοιλάδα των γόων της ανθρωπότητας που χειμάζεται. Επάνω στις ασυμφιλίωτες με τη μοίρα κορυφές, ξενοδοχείται η αδάμαστη ψυχή του έθνους. Εδώ επάνω, στης ιστορίας το αγνάντεμα, γίνεται ο θάνατος σπόρος ζωής, ζωής και λευτεριάς. Εδώ επάνω, στα τραχιά βουνά του ελληνικού ήθους συνάντησαν και έπληξαν τον επιδρομέα παράδοση αιώνων και ελευθερία γενεών. Η οργή των νεκρών και των πεθαμένων η μνήμη, βάτος φλεγόμενη, αλλά και καιγόμενη.
Το σίσυφο λαό μας, ποιμένα της επικής του πορείας, συνέχει το δέος μήπως έμειναν αφύλακτες οι πύλες της οικουμένης και το χρέος να φράξει το δρόμο της φασιστικής ύβρης. Με το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα ξαναδίνει στην ανθρωπότητα τον «ιστορικό της ρυθμό» και τη γλυκιά προσδοκία της νίκης. Έτσι, τα ευγενή ιδανικά της ελεύθερης ανθρωπότητας βρίσκουν πάλι την τιμητική του προφυλακή στα αιματοβαμμένα βουνά της Ηπείρου και την Ελλάδα να ιερουργεί στο βωμό της θυσίας. Ολόκληρος ο Ελληνισμός οφείλει να αναπολεί και να βιώνει τις άφθαρτες στιγμές των αγώνων του ’40. Να ανεβαίνει σε εκείνες τις απρόσιτες κορυφές της Πίνδου και να θεάται πίσω όλο το ιστορικό του παρελθόν από τα πανάρχαια βάθη του, το βυζαντινό κλέος του έως τις σύγχρονες – γεμάτες οδύνη και οιμωγή – ώρες του σπαραγμού του. Έτσι βεβαιώνει την ιστορική του ύπαρξη και κραταιώνει την εθνική του αυτοσυνειδησία, συνειδητοποιεί εκείνες τις δυνάμεις που μέσα στη μακραίωνη ιστορική μας πορεία και τους κατακλυσμούς της, μας βοήθησαν ώστε και οι ίδιοι να μην απολεσθούμε ως λαός.
Η ψυχή της Ελλάδας, μαγεμένη από τα αθάνατα λόγια του αρχαίου σκηνικού: «θνήσκειν μη λέγε τους αγαθούς», ξαναζωντανεύει το πατρογονικό της Ήθος, φτερωμένη από την αχόρταγη πείνα της ελευθερίας αγωνίζεται μέσα στο σκότος της κοσμικής νύχτας και οραματίζεται το γλυκύ έαρ της νίκης. Όλα αυτά δεν τα υπολόγισαν «κείνοι που έπραξαν το κακό», θα πει ο Ελύτης. Τούτο το Ήθος, δηλαδή το πνεύμα της ελληνικής Αρετής με το τριλαμπές του φως: της ελευθερίας, της πατριδολατρίας και της δικαιοσύνης κανοναρχούσε τη μεγάλη εποποιία και συνέθετε την αθάνατη ραψωδία του ’40.
Η Αρετή ως ανδρεία διαποτίζει τη σύνολη ελληνική ιστορία, όχι βέβαια με την έννοια της τυφλής ορμής για πόλεμο, αλλά με την ανθρωπινότερη σημασία του χρέους για άμυνα. Το βαθύτερο οντολογικό νόημα της αρετής στον Πλάτωνα πρέπει να αναζητηθεί στον αγώνα για την υπεράσπιση της ζωής, στη μάχη για δημιουργία, στον πόθο για νίκη. Ο πόθος αυτός πηγάζει από τις πιο μύχιες δυνάμεις του ανθρώπου, από το μυστικό βάθος του όντος, όχι για βιολογική επιβίωση, παρά για ηθική ύπαρξη και πνευματική και πολιτική ελευθερία. Η διατήρηση της εθνικής ελευθερίας οδηγεί τους Έλληνες στη θυσία. Αυτός ο αγώνας για τη «νίκη ή τη θανή» είναι συνειδητός, αναλαμβάνεται εν επιγνώσει, έρχεται ως συνέπεια ψύχραιμης και συνετής απόφασης. Τούτο αποτελεί την πεμπτουσία της αρετής των Ελλήνων, η οποία εκπορεύεται από τη συνείδηση της ισογονίας και ισονομίας, την πνευματική αυτονομία, την εσωτερική ανεξαρτησία, την ψυχική ρώμη και ηθική αυτοτέλεια. Με μια φράση από τη συναίσθηση της αξίας του Ανθρώπου και από την αγάπη προς την πατρίδα, τη δίκαιη και φιλόστοργη πολιτεία.
Το μεγαλείο της πολεμικής αρετής των Ελλήνων θα κορυφωθεί στο έπος του 1940-41. Η σύγχρονη Ελλάδα έτσι, δείχνει ότι καμιά δύναμη δεν είναι ακαταμάχητη, αλλά «παν πλήθος και πας πλούτος αρετή υπείκει». Το ρήμα τούτο του Πλάτωνος ερμηνεύει πλήρως τη βαθύτερη ουσία του ήθους του ’40. Αντιτάχθηκαν εδώ δύο διαφορετικά μεγέθη: Η ποσότητα με την ποσότητα, η αριθμητική δύναμη με την ψυχική ρώμη, ο όγκος και η βία με την άχραντη ιδέα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, η κατακτητική μανία με τον πόνο της γενέθλιας γης.
Η θυσία, βέβαια, του ’40 δεν βρήκε καμιά ποτέ ανταπόδοση, πράγμα που οδηγεί την τραυματισμένη από την αδικία συνείδηση σε εξέγερση. Σ’ αυτό το ξεγέλασμα των ελπίδων μας βοήθησε ο εσωτερικός σπαραγμός που ακολούθησε. Οι ανίκανες πολιτικές ηγεσίες που οδήγησαν σήμερα την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού και στη συρρίκνωση της εθνικής αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας.
Απροσμέτρητη συμφορά. Και απροσμέτρητη η ευθύνη όσων βάλθηκαν να ανασκολοπίσουν το πανάχραντο σώμα της πατρίδας. Η δόξα εκβάλλει στο αίμα. Το εγκώμιο γίνεται θρήνος. Πικρή και σκληρή είναι κάποτε η γεύση, η οιμωγή της ιστορίας. Διδάσκει, όμως, να κοιτάζουμε κατά πρόσωπο την πιθανή συμφορά. Αυτό είναι ένας παράγων σωτηρίας, διότι απολακτίζει την απερισκεψία και την ηθικοπολιτική ανευθυνότητα. Και οδηγεί το έθνος στη σύμπνοια και τη σύννοια.
Μικρό δείγμα μεγάλης εθνικής φρόνησης και σύννοιας είναι ο μνημόσυνος εορτασμός του ’40, ημέρας ζωής των πεσόντων για την πατρίδα Νεκρών και Τιμής των ζώντων ακόμη Μαχητών των αγώνων του έθνους…